- κερματισμός
- ο (Α κερματισμός) [κερματίζω]νεοελλ.το κόψιμο ενός μεγαλύτερου συνόλου σε κομμάτια, ο τεμαχισμόςαρχ.η αλλαγή ενός μεγάλου νομίσματος με μικρότερα κέρματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερματισμός — breaking up small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματισμός — ο ο τεμαχισμός ενός όλου σε μικρά κομμάτια, το κατακομμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερματισμῷ — κερματισμός breaking up small masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)